διαστολή

διαστολή
διαστολ-ή, , ([etym.] διαστέλλω)
A drawing asunder, dilatation, of the lungs, Arist.Aud.800a35; of the heart, Gal.2.597; of the pulse, Id.8.736, al.; δ. χειλέων parting of the lips, i.e. utterance, LXX Nu.30.7.
b separation, Thphr.CP3.16.3; notch or nick, Plu.Cic.1; boundary, fence, Tab.Heracl.2.46; fencing off,

τῆς γῆς PAmh.2.40.25

(ii B. C.).
2 distinction, Chrysipp.Stoic.2.158, LXX Ex.8.23, Epicur.Nat.28.7, Phld.Piet.123, Ep.Rom.3.22;

ἁγίων καὶ βεβήλων Ph.2.159

; μετὰ διαστολῆς προενεχθέντα with discrimination, Demetr.Lac.1014.48 F.; detailed statement or explanation, Plb.1.15.6;

ἀξίους μνήμης καὶ δ. Id.16.14.2

, cf. SIG284.11 ([place name] Chios), Apollon.Cit.3; specification of items in an account, PRyl.65.17 (i B. C.); article in a contract, etc., PTheb.Bank6.8, 7.7.
3 command, injunction, order, LXX Nu.19.2, al., PTeb.24.45 (ii B.C.), etc.
4 payment, BGU485.26, PTeb.363.1(ii A. D.).
II Gramm., comma (as in ὅ, τι), D.T.629.
b distinction,

γενῶν A.D.Pron.11.28

,al.
c opposition, πρός τι ib.41.24.
2 in Music, distinctness, of notes, 1 Ep.Cor.14.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαστολή — drawing asunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — η 1. (φυσ.), το φυσικό φαινόμενο της αύξησης του όγκου των σωμάτων εξαιτίας της θέρμανσης: Η ικανότητα του σίδηρου για διαστολή είναι σε όλους γνωστή. 2. διόγκωση, αύξηση: Διαστολή της καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή …   Dictionary of Greek

  • διαστολαῖς — διαστολή drawing asunder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολαί — διαστολή drawing asunder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολήν — διαστολή drawing asunder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολῶν — διαστολή drawing asunder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”